σημάντρια

σημάντρια
σημάντρια
sign
fem nom/voc sg
σημάντριον
sign
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σημάντρια — και δωρ. τ. σαμάντρια, ἡ, Α 1. (ως θηλ. τού σημαντήρ), αυτή που οδηγεί 2. ως επίθ. αυτή που σημαίνει, που δίνει σήμα («σαμάντριαν πυρὸς ἰωάν», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω / σαμαίνω + επίθημα τρια τών θηλ. (πρβλ. υφάν τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”